ἀμφοτέρῃ

ἀμφοτέρῃ
ἀμφοτέρ-ῃ, Adv.
A in both ways, Hdt.7.10.β; by both branches, of a river, 1.75: Argive [suff] ἀμφοτερ-εῖ Mnemos.47.160 (v B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφοτέρη — ἀμφοτέρῃ επίρρ. (Α) ἀμφοτεράκις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + ῃ, επιρρ. κατάλ.] …   Dictionary of Greek

  • ἀμφοτέρῃ — ἀμφότερος either fem dat sg (epic ionic) ἀμφοτέρῃ in both ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρη — ἀμφότερος either fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμφοτέρηι — ἀμφοτέρῃ , ἀμφότερος either fem dat sg (epic ionic) ἀμφοτέρῃ , ἀμφοτέρῃ in both ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”